- σπίζω
- σπίζωvastpres subj act 1st sgσπίζωvastpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπίζω — (I) Α εκτείνω, επιμηκύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + ρηματ. κατάλ. jω]. (II) Α φωνάζω σαν σπίζα, βγάζω τον ήχο σπι σπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπίζω (πιθ. < *σπιγγ jω) και το προσηγορικό σπίζα (πιθ. <… … Dictionary of Greek
σπίσαι — σπίζω vast aor imperat mid 2nd sg σπίζω vast aor inf act σπίσαῑ , σπίζω vast aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίσω — σπίζω vast aor subj act 1st sg σπίζω vast fut ind act 1st sg σπίζω vast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίζειν — σπίζω vast pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίζεσθαι — σπίζω vast pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίζων — σπίζω vast pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίσονται — σπίζω vast fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσπίσατο — σπίζω vast aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσπισε — σπίζω vast aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίζῃ — σπίζα chaffinch fem dat sg (attic epic ionic) σπίζω vast pres subj mp 2nd sg σπίζω vast pres ind mp 2nd sg σπίζω vast pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)